Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

ΤΙ, ΓΙΑΤΙ, ΠΩΣ, ΠΟΥ, ΠΟΤΕ

5 Eρωτήματα για τον Εκπαιδευτή Ενηλίκων

Η ραγδαία εξέλιξη της κοινωνίας έχει επιβάλλει σημαντικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να αρκεσθεί στην οποιαδήποτε εκπαίδευσή του, αλλά θα πρέπει συνεχώς να φροντίζει να ενημερώνεται ή και να εξειδικεύεται κατά κύριο λόγο σε θέματα που έχουν σχέση με το επάγγελμά του. Για το λόγο αυτό πολλά ιδρύματα φροντίζουν για τη βραχύχρονη εκπαίδευση και εξειδίκευση όχι μόνον των νέων αλλά και των ενηλίκων.
Είναι ευνόητο ότι ο εκπαιδευτικός ή ο εκπαιδευτής που πρόκειται να διδάξει, θα πρέπει να έχει απαντήσει στον εαυτό του ορισμένα ερωτήματα όπως:
• «τι θα διδάξω;»
• «γιατί θα διδάξω;»
• «πώς θα διδάξω;»
• «με τι θα διδάξω;»
• «πού και πότε θα διδάξω;»
Από τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά συμπεραίνει κανείς όχι μόνον την αναγκαιότητα της παιδαγωγικής κατάρτισης - επιμόρφωσης των εκπαιδευτών ενηλίκων, αλλά και τα αντικείμενα που θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα τέτοιο πρόγραμμα παιδαγωγικής κατάρτισης - επιμόρφωσης των εκπαιδευτών ενηλίκων.

Είναι γνωστό ότι ο όρος «Παιδαγωγική Επιστήμη» που αρχικά στόχευε στην αγωγή των παιδιών και των νέων σήμερα δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες, αφού ανάγκη αγωγής έχουν και οι ενήλικες. Για το λόγο αυτό και από πολλούς χρησιμοποιείται πλέον ο όρος «Επιστήμη της Αγωγής».
Έτσι ένας μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών αναλαμβάνει σήμερα να εκπαιδεύσει, ή να καταρτίσει ενήλικες. Στο σύντομο αυτό κείμενο γίνεται προσπάθεια να προσδιοριστούν τα «εφόδια», που θα πρέπει να διαθέτουν οι εκπαιδευτές ενηλίκων. Πριν όμως γίνει η προσπάθεια αυτή κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστούν οι επόμενοι όροι που χρησιμοποιούνται συχνά στην εκπαίδευση ενηλίκων.
Επαγγελματική Εκπαίδευση είναι η «συστηματικά οργανωμένη διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης, που αποσκοπεί στην απόκτηση βασικών επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων σε έναν ευρύτερο κλάδο οικονομικής δραστηριότητας ή επαγγελμάτων. Ο απόφοιτος αποκτά μία σχετικά μεγάλη επαγγελματική ευελιξία, αλλά μόνο μικρή προσαρμογή σε απαιτήσεις συγκεκριμένων θέσεων εργασίας».
Επαγγελματική Κατάρτιση είναι «η συστηματικά οργανωμένη διαδικασία απόκτησης εξειδικευμένων επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων, οι οποίες ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες εργασιακές απαιτήσεις. Ο απόφοιτος δεν διαθέτει μεγάλη επαγγελματική ευελιξία, αλλά αντίθετα αυξημένη μετατρεψιμότητα και αξιοποίηση των προσόντων του στην αγορά εργασίας. Η επαγγελματική κατάρτιση δηλαδή έχει ως κύριο στόχο την εκμάθηση ενός επαγγέλματος και συνεχίζεται σεόλη τη ζωή ως συνεχιζόμενη κατάρτιση».
Τέλος ο όρος Επιμόρφωση Ενηλίκων δηλώνει «ολόκληρο το φάσμα των οργανωμένων εκπαιδευτικών διαδικασιών, οποιουδήποτε περιεχομένου ή επιπέδου και οποιασδήποτε μεθόδου είτε αυτές αφορούν σε αναγνωρισμένες ή ελεύθερες σπουδές, είτε συνεχίζουν ή αναπληρώνουν την αρχική εκπαίδευση σε σχολεία, κολέγια και πανεπιστήμια».
Θα πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι παραπάνω έννοιες που ομολογουμένως έχουν πολλά κοινά στοιχεία και είναι συγγενικές συγχέονται μεταξύ τους και αλλού πάλι δεν γίνεται αυστηρή διάκριση μεταξύ τους.

Ερωτήματα για τον εκπαιδευτή
Είναι γεγονός ότι οι εκπαιδευτές ενηλίκων διαθέτουν άριστη επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση αφού όχι μόνον κατέχουν τα αντίστοιχα πτυχία των ειδικοτήτων τους, αλλά συνήθως έχουν ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Κατά το διδακτικό τους όμως έργο δεν πρόκειται να ασκήσουν επάγγελμα. Στην εκπαίδευση ενηλίκων προσέρχονται για να μυήσουν τους εκπαιδευόμενους στο επάγγελμα ή στις νεότερες εξελίξεις του, δηλαδή προσέρχονται για να μεταδώσουν σ΄ αυτούς τις απαραίτητες γνώσεις και να ασκήσουν τις κατάλληλες ικανότητες και δεξιότητες, ώστε οι τελευταίοι να είναι σε θέση μόνοι τους πλέον αξιοποιώντας τις γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες που απέκτησαν να ασκήσουν με επιτυχία το επάγγελμα.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αρκεί για τους εκπαιδευτές η πολύ καλή γνώση του επαγγέλματος, ή είναι απαραίτητη και η παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση - επιμόρφωσή τους.
Προβοκάροντας το θέμα της εργασίας αυτής θα μπορούσαν να αναφερθούν τα εξής παραδείγματα.
Ο Όμηρος, αν κρίνει κανείς από την εποχή που έζησε δεν φοίτησε σε κανένα σχολείο και προφανώς δεν είχε καμία παιδαγωγική κατάρτιση ή επιμόρφωση. Τα έργα του όμως διαπαιδαγώγησαν γενεές επί γενεών για πάνω από 2000 χρόνια.
Και αν δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι για τα σχολικά ή παιδαγωγικά ερεθίσματα του Ομήρου, είμαστε απόλυτα σίγουροι για τα αντίστοιχα του Ιρλανδού ποιητή Tomas O’ Crohan (1958), ο οποίος ποτέ δεν φοίτησε σε σχολείο. Παρόλα αυτά τα ποιήματά του αποτέλεσαν άριστο παιδαγωγικό μέσο για τους μαθητές αλλά και τους ενήλικες όχι μόνο της χώρας του.
Όμως, εάν έπρεπε να ψάξουμε εξονυχιστικά στα βάθη της ιστορίας για να βρούμε δύο παραδείγματα ανθρώπων που χωρίς παιδαγωγική κατάρτιση έγιναν πολύ καλοί δάσκαλοι, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξουμε μόνο γύρω μας για να εντοπίσουμε πολυάριθμες περιπτώσεις δασκάλων ή εκπαιδευτών που ανέλαβαν να διδάξουν χωρίς παιδαγωγική κατάρτιση-επιμόρφωση και το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημιές κυρίως στον συναισθηματικό αλλά και στον γνωστικό και ψυχοκινητικό τομέα των μαθητευόμενων και στην έννοια της εκπαίδευσης γενικότερα.
Ο εκπαιδευτικός ή ο εκπαιδευτής που αναλαμβάνει να διδάξει ένα μάθημα ή ένα επάγγελμα πρέπει να έχει απαντήσει στον ίδιο του τον εαυτό ορισμένα ερωτήματα που αναμφίβολα αποτελούν προϋπόθεση για κάθε διδασκαλία.
Το πρώτο βασικό ερώτημα είναι «τι θα διδάξω;». Εάν κάποιος δεν γνωρίζει το «τι» θα διδάξει, είναι προτιμότερο να μη μπει στην αίθουσα διδασκαλίας ή την αίθουσα του εργαστηρίου. Βέβαια το «τι» θα διδάξω είναι απόλυτα γνωστό στον εκπαιδευτικό ειδικότητας ή στον εκπαιδευτή επαγγέλματος, αφού αυτό έχει σπουδάσει ή έχει ασκήσει αντίστοιχα για αρκετά χρόνια και δικαίως θα ισχυριζόταν κανείς ότι δεν χρειάζεται κάποια επιμόρφωση και μάλιστα από ανθρώπους που πιθανόν να μη γνωρίζουν το επάγγελμα όπως είναι συνήθως οι παιδαγωγοί.
Κι εδώ όμως υπάρχει ο αντίλογος. Ο εκπαιδευτής που μπαίνει στην τάξη να διδάξει ή στο εργαστήριο είναι βέβαια εκπρόσωπος ενός επαγγέλματος και έτσι φαίνεται στα μάτια των εκπαιδευόμενων, συγχρόνως όμως είναι και μεσολαβητής ανάμεσα στο επάγγελμα, δηλαδή τη διδακτέα ύλη, και τον μαθητή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κατατάξει την ύλη σε ορισμένη σειρά, θα πρέπει να σκεφθεί ενδιαφέροντα τρόπο παρουσίασής της έτσι ώστε να δημιουργήσει ενδιαφέροντα στους εκπαιδευόμενους και γενικά να επιφέρει τις απαραίτητες μετατροπές, ώστε να την προσαρμόσει στις δυνατότητες και ιδιαιτερότητες του κάθε εκπαιδευόμενου. Ο εκπαιδευτικός ή ο εκπαιδευτής πρέπει να αισθάνεται υπεύθυνος για τις μαθησιακές αδυναμίες των μανθανόντων και να προσπαθεί (στα πλαίσια του δυνατού) να δώσει λύση στο πρόβλημα αυτό.
Οι μετατροπές αυτές της διδακτέας ύλης σε διδάξιμη είναι έργο της Διδακτικής. Ο εκπαιδευτής στην τάξη ή το εργαστήριο είναι λιγότερο επαγγελματίας και περισσότερο μεταδότης των γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων του επαγγέλματος.
Το δεύτερο βασικό ερώτημα είναι «γιατί θα διδάξω;». Κάθε οργανωμένη και συστηματική ενέργεια γίνεται για κάποιο σκοπό. Έτσι και η διδασκαλία έχει κάποια σκοπιμότητα.
Ο σκοπός της Διδασκαλίας είναι η πυξίδα με την οποία λειτουργεί ο εκπαιδευτής, δεδομένου ότι επιτυχής διδασκαλία είναι αυτή που εκπλήρωσε τους σκοπούς που τέθηκαν εξαρχής. Με τη σκοποθετική της διδασκαλίας ασχολείται πάλι η Διδακτική.
Το τρίτο βασικό ερώτημα είναι «πώς θα διδάξω;». Ήδη από την εποχή του H.A.Comenius (1592-1670) είναι γνωστό ότι η διδασκαλία για να είναι αποδοτική θα πρέπει να ακολουθεί ορισμένη, όχι πάντοτε την ίδια μεθοδολογία. Η ικανότητα του εκπαιδευτή να χρησιμοποιεί την κατάλληλη κάθε φορά μέθοδο διδασκαλίας ανάλογα με την διδακτική ενότητα που έχει να διδάξει και ανάλογα με τα διάφορα ψυχοσωματικά χαρακτηρι στικά των εκπαιδευομένων τους οποίους πρέπει να διδάξει, δεν είναι μόνο χρήσιμη στην οικονομία του διδακτικού χρόνου, αλλά πολύ περισσότερο στην αποτελεσματι κότητα της διδασκαλίας, δηλαδή στην κατανόηση της ύλης από τους εκπαιδευόμενους και κυρίως στη δυνατότητα εφαρμογής της. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά η γνώση αφ’ εαυτού της πολύ μικρή αξία έχει στο σύγχρονο επαγγελματία. Πολύ εύκολα μπορεί οποιοσδήποτε να την αναζητήσει και να τη βρει στο διαδίκτυο. Τεράστια σημασία έχει η δυνατότητα και η ευχέρεια χρησιμοποίησης της γνώσης και μάλιστα στην κατάλληλη στιγμή που πρέπει να χρησιμοποιηθεί.
Η μεθοδολογία της διδασκαλίας είναι το βασικό θέμα εξέτασης και διαρκούς έρευνας της Διδακτικής.
Φθάνουμε έτσι στο τέταρτο βασικό ερώτημα που είναι «ποιους θα διδάξω;». Αναφέρθηκε παραπάνω ότι χρέος του εκπαιδευτή είναι να μετατρέψει τη διδακτέα ύλη σε διδάξιμη. Η διδακτέα ύλη είναι ένα τόπι από άριστο ύφασμα, ενδεχομένως κομμένο σε κομμάτια, που ο ικανός ράφτης θα πρέπει να τα ενώσει και να ράψει ένα ένδυμα στα μέτρα του κάθε πελάτη του. Τα μέτρα όμως αυτά πρέπει να τα έχει πάρει προηγουμένως. Κοντολογίς ο εκπαιδευτής θα πρέπει να γνωρίζει τους εκπαιδευόμενους, δηλαδή να γνωρίζει τα ενδιαφέροντά τους, τις ανάγκες τους, τις επιθυμίες τους, τις μαθησιακές τους αδυναμίες και τα διάφορα άλλα ψυχοσωματικά χαρακτηριστικά τους που μεταβάλλονται σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο. Γνωρίζοντας όλα αυτά και έχοντας υπόψη τη διδακτική ενότητα, θα οργανώσει και θα καταστρώσει τη στρατηγική της διδασκαλίας του.
Στο παραπάνω ερώτημα «ποιους θα διδάξει;», ο εκπαιδευτής, εκτός από τη συστηματική παρατήρηση των εκπαιδευόμενων του, την απάντηση θα την πάρει από την ευρύτερη επιστήμη της Ψυχολογίας.
Η Παιδαγωγική Ψυχολογία, η Ψυχολογία Μάθησης, η Εξελικτική Ψυχολογία, η Ψυχολογία των Κινήτρων, η Ψυχολογία Ατομικών διαφορών, η Ψυχολογία Προσαρμογής, η Ψυχολογία της Εργασίας, είναι κλάδοι της Ψυχολογίας χρησιμότατοι στον εκπαιδευτή που θέλει να προσαρμόσει τη διδασκαλία του στα μέτρα των συγκεκριμένων εκπαιδευόμενων που ανέλαβε να διδάξει.
Επόμενο ερώτημα είναι «με τι θα διδάξω;». Η ερώτηση αυτή αναφέρεται στην υλικοτεχνική υποδομή της διδασκαλίας , δηλαδή στα εποπτικά μέσα διδασκαλίας και στον αντίστοιχο εξοπλισμό εργαστηρίου για τα πρακτικά μαθήματα. Ο υλικός παράγοντας της διδασκαλίας αποτελούσε παλαιότερα τμήμα της Διδακτικής. Σήμερα όμως με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας η οποία επέφερε σημαντικές βελτιώσεις στα υλικά μέσα της διδασκαλίας το μέρος αυτό τείνει να εξελιχθεί σε κλάδο της Διδακτικής.

Συμπερασματικές επισημάνσεις
Με τις απαντήσεις που δόθηκαν στα παραπάνω ερωτήματα, είναι βέβαιο ότι διαφάνηκε η αναγκαιότητα παιδαγωγικής κατάρτισης των εκπαιδευτών. Ευκταία είναι βέβαια και η παιδαγωγική επιμόρφωση. Συγχρόνως όμως απαντήθηκε και ένα επιπρόσθετο αρκετά σημαντικό ερώτημα, σχετικά με το τι θα πρέπει να περιλαμβάνει η παιδαγωγική κατάρτιση - επιμόρφωση των εκπαιδευτών.
Θα πρέπει να περιλαμβάνει θέματα Διδακτικής και πιο συγκεκριμένα αυτά που αφορούν τη σκοποθετική της Διδασκαλίας, τις μεθόδους διδασκαλίας, την αξιολόγηση του διδακτικού έργου, τον υλικό παράγοντα της διδασκαλίας. Θα ήταν βέβαια πολύ πιο χρήσιμη αν τα παραπάνω αντικείμενα ήταν προσαρμοσμένα στο αντίστοιχο επάγγελμα κάθε φορά, έτσι ώστε αντί για Γενική Διδακτική να μιλούμε για Διδακτική Επαγγελματικών Μαθημάτων.
Δεδομένου ότι η διδασκαλία είναι παιδαγωγική και κοινωνική πράξη το πρόγραμμα της παιδαγωγικής κατάρτισης - επιμόρφωσης θα πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνει στοιχεία Σχολικής, Παιδαγωγικής, Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης και Φιλοσοφία της Παιδείας.
Ακόμη το πρόγραμμα της επιμόρφωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει ύλη από ορισμένους κλάδους της Ψυχολογίας. Απαραίτητα είναι στοιχεία Γενικής Ψυχολογίας, Παιδαγωγικής Ψυχολογίας και Εξελικτικής Ψυχολογίας, με έμφαση βέβαια στο εξελικτικό στάδιο της ηλικίας των εκπαιδευομένων.
Τέλος το πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει και στοιχεία της χρήσης των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση.

Βαϊνάς, Κ και Οικονόμου, Α.
Περιοδική Έκδοση του ΕΚΕΠΙΣ για την Επαγγελματική Κατάρτιση, Τεύχος 16, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2007.






Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Μήπως αναγνωρίζετε τον εαυτό σας;



Αν ναι, σύντομα θα βρείτε εδώ, χρήσιμες πληροφορίες και νέες ιδέες για την εκπαίδευση ενηλίκων.